- φυματιολογικός
- -ή, -ό, Ν [φυματιολόγος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυματιολογία ή στους φυματιολόγους («φυματιολογικό συνέδριο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυματιολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυματιολογία ή το φυματιολόγο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)